- κερατώδης
- κερᾱτ-ώδης, ες,A = κερατοειδής, like antlers, Thphr.HP5.1.6; τὸ κ., of the gizzard in fowls, Dsc.2.49.2 horned,
τὰ κ. τῶν ζῴων Arist.HA595a13
.II v. κεραώδης.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὰ κ. τῶν ζῴων Arist.HA595a13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κερατώδης — like antlers masc/fem acc pl (attic epic doric) κερατώδης like antlers masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κερατώδης like antlers masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατώδης — ες (Α κερατώδης, ῶδες) [κέρας] αυτός που έχει το σχήμα ή τη σύσταση τού κέρατος, ο κερατοειδής αρχ. 1. αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος 2. αυτός που έχει ψηλές και απότομες κορυφές λόφων ή βουνών, κεραώδης* … Dictionary of Greek
κερατώδη — κερατώδης like antlers neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κερατώδης like antlers masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κερατώδης like antlers masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατῶδες — κερατώδης like antlers masc/fem voc sg κερατώδης like antlers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατώδεις — κερατώδης like antlers masc/fem acc pl κερατώδης like antlers masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατώδεος — κερατώδης like antlers masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek